πολυδιάχυτος

πολυδιάχυτος
πολυ-διάχῠτος, ον,
A widely diffused,

πάθος Hsch.

s.v. γάγγραινα.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολυδιάχυτος — ον, Α 1. πολύ διασκορπισμένος 2. (για ασθένεια) αυτός που έχει ευρέως μεταδοθεί («[γάγγραινα] πολυδιάχυτον πάθος», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + διάχυτος (< διαχέω), πρβλ. ευ διάχυτος] …   Dictionary of Greek

  • πολυδιάχυτον — πολυδιάχυτος widely diffused masc/fem acc sg πολυδιάχυτος widely diffused neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”